ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΟΛΑ ΚΟΚΚΙΝΑ & ΜΠΛΕ. ΕΓΚΥΡΗ, ΜΑΧΗΤΙΚΗ, ΚΥΑΝΕΡΥΘΡΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΓΙΑΤΙ Ο ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ 122 ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΦΕΙ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ!

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Πανιώνιος: Το αθλητικό παιδί της Σμύρνης

“…Ω χαί­ρε του ψάλ­του, γε­νέ­τει­ρα, χαί­ρε
σε­μνής Ιω­νί­ας πε­ρί­δο­ξος γη
και πά­λιν ο μέ­γας α­γών των προ­γό­νων
τι­μάς ε­πι­ζή­λους προς σε χο­ρη­γεί…”
(Α­πό­σπα­σμα α­πό τον ύ­μνο του Πα­νιω­νί­ου – Σμύρ­νη 1901)


Εί­ναι α­ναμ­φι­σβή­τη­το ό­τι το ό­νο­μα του Πα­νιω­νί­ου εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νο με τη Σμύρ­νη και τη γη της Μι­κράς Α­σί­ας. Α­πό το 1890 που ι­δρύ­θη­κε ο σύλ­λο­γος μέ­χρι σή­με­ρα, ό­λα θυ­μί­ζουν Σμύρ­νη. Τα χρώ­μα­τα, “κόκ­κι­νο” α­πό τη σμύρ­να και “κυα­νό” α­πό την “κυα­νό­λευ­κη” ελ­λη­νι­κή ση­μαί­α, το ό­νο­μα “Πα­νιώ­νιος”, το προ­σω­νύ­μιο “ι­στο­ρι­κός”, ό­λα κου­βα­λούν ά­ρω­μα α­πό το χώ­μα της Μι­κράς Α­σί­ας. Ο “κυα­νέ­ρυ­θρος” σύλ­λο­γος μπο­ρεί να έ­χει μπλέ­ξει στις μυ­λό­πε­τρες του ε­παγ­γελ­μα­τι­σμού, ό­μως οι φί­λα­θλοί του πο­τέ δεν ξε­χνούν τις ρί­ζες τους. Έ­τσι βλέ­πεις νε­α­ρά, α­μού­στα­κα, παι­διά, που ί­σως να μην έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση με τη Μι­κρά Α­σί­α και τη Σμύρ­νη, να φω­νά­ζουν: “Οι ια­χές των Ιώ­νων σε α­κο­λου­θούν ι­στο­ρι­κέ…”!
Οι ρί­ζες του Πα­νιώ­νιου Γυ­μνα­στι­κού Συλ­λό­γου Σμύρ­νης (ό­πως εί­ναι ο­λό­κλη­ρο το ό­νο­μά του) βρί­σκο­νται στο 1890, τό­τε που ι­δρύ­θη­κε ο “Ορ­φεύς” (α­θλη­τι­κό, πο­λι­τι­στι­κό και ε­θνι­κό τρί­πτυ­χο) ο ο­ποί­ος εί­χε πρω­το­πο­ρια­κό ρό­λο στον ελ­λη­νι­σμό της Σμύρ­νης. Τέσ­σε­ρα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα α­πό τον “Ορ­φέ­α” α­πο­σπά­ται έ­να κομ­μά­τι που ι­δρύ­ει το “Γυ­μνά­σιο” που εί­ναι ο πρώ­τος, ου­σια­στι­κά, α­θλη­τι­κός σύλ­λο­γος της Σμύρ­νης. Τον Ο­κτώ­βριο του 1898, ο “Ορ­φέ­ας” και το “Γυ­μνά­σιο” ε­νώ­νο­νται και παίρ­νουν τον τί­τλο “Πα­νιώ­νιος Γυ­μνα­στι­κός Σύλ­λο­γος Σμύρ­νης”. Η έ­νω­ση αυ­τή χαι­ρε­τί­στη­κε με εν­θου­σια­σμό α­πό την κοι­νω­νί­α της Σμύρ­νης. Σύμ­φω­να με το κα­τα­στα­τι­κό του Πα­νιω­νί­ου, “πρώ­τι­στος σκο­πός του ή­το η α­νά­πτυ­ξις της γυ­μνα­στι­κής και του α­θλη­τι­κού αι­σθή­μα­τος πα­ρά τη σμυρ­να­ϊ­κή νε­ο­λαί­α και κα­τά δεύ­τε­ρον λό­γον η διέ­γερ­σις και διά­δο­σις του μου­σι­κού αι­σθή­μα­τος και η δι’ ­οιου­δή­πο­τε μέ­σου εν­θάρ­ρυν­σις των ω­ραί­ων τε­χνών εν γέ­νει”.
Ο “Πα­νιώ­νιος”, ε­κτός α­πό τις α­θλη­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, καλ­λιερ­γεί τη μου­σι­κή, ε­νι­σχύ­ει φι­λο­λο­γι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές προ­σπά­θειες. Το οί­κη­μά του (τα γρα­φεί­α του θα λέ­γα­με σή­με­ρα…) γί­νε­ται στέ­γη α­θλη­τι­σμού και πο­λι­τι­σμού. Ο ελ­λη­νι­σμός αν­θεί στα “κυα­νέ­ρυ­θρα” χρώ­μα­τά του…

“Χα­ρά­ζει” ο 20ός αιώ­νας

Με την αυ­γή του νέ­ου αιώ­να, η Σμύρ­νη του Πα­νιω­νί­ου δια­μορ­φώ­νει μια νέ­α και ρι­ζο­σπα­στι­κή, ε­θνι­κή και α­θλη­τι­κή ταυ­τό­τη­τα. Ο ελ­λη­νι­σμός βρί­σκε­ται σε τρο­χιά προ­ό­δου… Η Σμύρ­νη και οι άλ­λες μι­κρα­σια­τι­κές πό­λεις ε­ξε­λίσ­σο­νται σε ε­στί­ες ε­θνι­κής α­νά­τα­σης, κοι­νω­νι­κής α­νά­πλα­σης και πο­λι­τι­στι­κών εκ­δη­λώ­σε­ων με­γά­λης εμ­βέ­λειας. Α­θλη­τι­κοί α­γώ­νες, μου­σι­κή, ποί­η­ση, κα­λές τέ­χνες. Στη δυ­τι­κή Μι­κρά Α­σί­α, στη Λέ­σβο, στη Σά­μο, στη Χί­ο, πα­ντού. Η φή­μη του Πα­νιω­νί­ου α­πλώ­νε­ται στην ε­λεύ­θε­ρη Ελ­λά­δα. Πα­ράλ­λη­λα, η ε­πιρ­ρο­ή του αυ­ξά­νε­ται στις κοι­νό­τη­τες της Μι­κράς Α­σί­ας. Ο Πα­νιώ­νιος χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται φά­ρος πο­λι­τι­σμού του πέ­ραν του Αι­γαί­ου ελ­λη­νι­σμού. Οι “Πα­νιώ­νιοι Α­γώ­νες” α­πο­τε­λούν γε­γο­νός για ό­λους τους κα­λούς α­θλη­τές του ελ­λη­νι­σμού. Τα λό­για του πα­τρι­νού πρω­τα­θλη­τή ρί­ψε­ων Βα­σί­λη Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου, που δια­κρί­θη­κε στους Πα­νιώ­νιους α­γώ­νες του 1907 εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: “… δυο γε­γο­νό­τα μου μέ­νουν α­λη­σμό­νη­τα. Πρώ­τον, εί­ναι μια εκ­δρο­μή στον Κου­κλου­τζά, χω­ρί­ον ελ­λη­νι­κό ε­πί υ­ψώ­μα­τος έ­ξω­θι της Σμύρ­νης. Ε­θαυ­μά­σα­μεν την δε­ξιό­τη­τα των Σμυρ­ναί­ων α­μα­ξά­δων εις δια­δρο­μήν α­νώ­μα­λον και κα­τω­φε­ρή. Οι κά­τοι­κοι μας πε­ρι­κύ­κλω­σαν και μας ρω­τού­σαν για ‘τα α­δέρ­φια μας’, αν γυ­μνά­ζο­νται για να τους ε­λευ­θε­ρώ­σουν. Μας φι­λο­ξέ­νη­σαν με α­φά­ντα­στον προ­θυ­μί­αν. Και ό­ταν ε­πρό­κει­το να φύ­γω­μεν, μας κα­τα­φι­λού­σαν κλαί­ο­ντας και τρα­γου­δού­σαν με τα σα­ντού­ρια…”. Κα­τα­λή­γο­ντας ο Βα­σί­λης Πα­πα­γε­ωρ­γί­ου α­να­φέ­ρει: “Στη Σμύρ­νη αι­σθαν­θή­κα­με ό­τι ε­κεί κτυ­πού­σε η καρ­διά του ελ­λη­νι­σμού και δι’ αυ­τό με την Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή ε­δο­κι­μά­σα­με α­λη­θι­νό ψυ­χι­κό σπα­ραγ­μό”.

Ο ε­θνο­μάρ­τυ­ρας Άγιος Χρυ­σό­στο­μος Σμύρ­νης

Ο Χρυ­σό­στο­μος υ­πήρ­ξε ό­χι α­πλά φί­λος του Πα­νιω­νί­ου. Ή­ταν αυ­τός που στή­ρι­ξε (και υ­πο­στή­ρι­ξε…) τον θρυ­λι­κό σύλ­λο­γο σε πο­λύ δύ­σκο­λες στιγ­μές. Έ­τσι δι­καιο­λο­γη­μέ­να έ­γι­νε ο φυ­σι­κός του η­γέ­της. Λί­γες μέ­ρες με­τά την ά­φι­ξή του στη Σμύρ­νη, ο Α­ντώ­νιος Α­ρε­ά­λης και ο Δη­μή­τρης Δάλ­λας (δυο α­κού­ρα­στοι ερ­γά­τες του Πα­νιω­νί­ου…) ε­νη­με­ρώ­νουν τον νέ­ο μη­τρο­πο­λί­τη Σμύρ­νης Χρυ­σό­στο­μο ό­τι ο Πα­νιώ­νιος α­ντι­με­τω­πί­ζει σο­βα­ρό πρό­βλη­μα με το γυ­μνα­στή­ριό του κα­θώς το οί­κη­μα έ­πρε­πε να ε­πι­στρα­φεί στους ι­διο­κτή­τες του. Ε­πί 20 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια ο Πα­νιώ­νιος δεν εί­χε δι­κό του γυ­μνα­στή­ριο. Με σο­βα­ρές δα­πά­νες ο σύλ­λο­γος δη­μιούρ­γη­σε γυ­μνα­στή­ριο και συγ­χρο­νι­σμέ­νο στί­βο. Η μί­σθω­ση ή­ταν πο­λυε­τής, αλ­λά οι ι­διο­κτή­τες εί­χαν κρα­τή­σει το δι­καί­ω­μα σε πε­ρί­πτω­ση που που­λού­σαν το γή­πε­δο να λυό­ταν αυ­το­μά­τως το συμ­βό­λαιο. Έ­τσι το 1910, δέ­κα χρό­νια με­τά τη σύ­να­ψη της συμ­φω­νί­ας, η γαλ­λι­κή ε­ται­ρί­α Προ­κυ­μαί­ων πού­λη­σε το γή­πε­δο και ο Πα­νιώ­νιος έ­μει­νε ά­στε­γος. Στην δυ­σμε­νή αυ­τή θέ­ση του Πα­νιω­νί­ου θα βρε­θεί ο Χρυ­σό­στο­μος να του δώ­σει λύ­ση…
Ως πρό­ε­δρος της Ορ­θό­δο­ξης κοι­νό­τη­τας Σμύρ­νης ει­ση­γεί­ται στα δύο κοι­νο­τι­κά σω­μα­τεί­α, Δη­μο­γε­ρο­ντί­α και Κε­ντρι­κή Ε­πι­τρο­πή, την δω­ρε­άν πα­ρα­χώ­ρη­ση στον Πα­νιώ­νιο με­γά­λου γη­πέ­δου 105.000 τ.μ., πα­ρά­πλευ­ρα στο ελ­λη­νι­κό νε­κρο­τα­φεί­ο, για την ε­γκα­τά­στα­ση του συλ­λό­γου και την δη­μιουρ­γί­α υ­πο­δειγ­μα­τι­κού γη­πέ­δου. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­τι την έ­κτα­ση ή­θε­λε να α­γο­ρά­σει η αγ­γλι­κή ε­ται­ρί­α σι­δη­ρο­δρό­μων Α­ϊ­δι­νί­ου, για να ε­πε­κτεί­νει τις ε­γκα­τα­στά­σεις της, προ­σφέ­ρο­ντας μά­λι­στα το υ­πέ­ρο­γκο (για την ε­πο­χή…) πο­σό των 100.000 χρυ­σών λι­ρών. Ό­μως ο Χρυ­σό­στο­μος πε­ρι­φρό­νη­σε τα χρή­μα­τα των Άγ­γλων και πα­ρε­χώ­ρη­σε την έ­κτα­ση δω­ρε­άν στον Πα­νιώ­νιο. Τα ε­γκαί­νια του νέ­ου στα­δί­ου του Πα­νιω­νί­ου έ­γι­ναν το 1912, κα­τά την τέ­λε­ση των Πα­νιώ­νιων α­θλη­τι­κών α­γώ­νων, και ο Χρυ­σό­στο­μος δα­κρυ­σμέ­νος έ­βλε­πε τα ελ­λη­νι­κά νιά­τα της Σμύρ­νης να δια­γω­νί­ζο­νται στον στί­βο.
Ο ε­θνο­μάρ­τυ­ρας Μη­τρο­πο­λί­της πα­ρέ­μει­νε σ’ ό­λη του τη ζω­ή θερ­μός υ­πο­στη­ρι­κτής του Πα­νιω­νί­ου και γε­νι­κά του σμυρ­να­ϊ­κού α­θλη­τι­σμού. Το ό­νο­μα του Χρυ­σό­στο­μου δεν γρά­φτη­κε στο πάν­θε­ον του ελ­λη­νι­σμού μό­νο για τον μαρ­τυ­ρι­κό του θά­να­το. Πα­ρα­μέ­νει χα­ραγ­μέ­νο και στην ι­στο­ρί­α του Ιω­νι­κού α­θλη­τι­σμού.


Σμύρ­νη η Ελ­λη­νι­κή!


Στις 2 Μαί­ου του 1919 ξη­με­ρώ­νει η με­γα­λύ­τε­ρη μέ­ρα για τον ελ­λη­νι­σμό της Σμύρ­νης, της Μι­κράς Α­σί­ας. Ο ελ­λη­νι­κός στρα­τός α­πο­βι­βά­ζε­ται και α­πε­λευ­θε­ρώ­νει τις πό­λεις της Ιω­νί­ας, σε ε­φαρ­μο­γή ε­ντο­λής της Κοι­νω­νί­ας των Ε­θνών. Η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της Σμύρ­νης βρί­σκει τη δω­δε­κα­με­λή ο­μά­δα του Πα­νιω­νί­ου, με ε­πι­κε­φα­λής τον η­ρω­ϊ­κό πρό­ε­δρο Δη­μη­τρό Δάλ­λα, στην Α­θή­να για τους ΙΔ’ Πα­νελ­λή­νιους α­γώ­νες. Ο εν­θου­σια­σμός εί­ναι με­γά­λος. Οι α­θλη­τές του Πα­νιω­νί­ου γνω­ρί­ζουν την α­πο­θέ­ω­ση. Η ια­χή “Η Σμύρ­νη εί­ναι ελ­λη­νι­κή” σκί­ζει τον α­θη­να­ϊ­κό ου­ρα­νό.
Το 1921 η ε­φη­με­ρί­δα “Κό­σμος” της Σμύρ­νης έ­γρα­φε: “Τα ελ­λη­νό­που­λα της Σμύρ­νης μυού­νται στον στά­διο του Πα­νιω­νί­ου στη θρη­σκεί­α του α­θλη­τι­σμού. Στο να­ό αυ­τόν της αν­δρεί­ας και του σω­μα­τι­κού κάλ­λους, στο τέ­με­νος αυ­τό της ευ­γε­νι­κής προ­σπά­θειας, α­κού­γε­ται ν’ α­ντη­χεί ο νι­κη­τή­ριος παιάν των ψυ­χών. Την αλ­κή και την ω­ραιό­τη­τα των ε­φη­βι­κών σω­μά­των φι­λού­σε ο ιω­νι­κός μπά­της και δρό­σι­ζε τα πε­ρή­φα­να μέ­τω­πα, τα στε­φα­νω­μέ­να με δάφ­νες, ο σμυρ­να­ϊ­κός μπά­της”.

Βα­ρύς φό­ρος αί­μα­τος

Το Σάβ­βα­το 27 Αυ­γού­στου 1922, ση­μαί­νει το τέ­λος των ο­νεί­ρων του Γέ­νους. Το τέ­λος του ελ­λη­νι­κού ο­νεί­ρου της Σμύρ­νης. Ο Πα­νιώ­νιος “πλη­ρώ­νει” και αυ­τός το με­ρί­διό του στον ξε­ρι­ζω­μό του Ελ­λη­νι­σμού. Ο ξε­ρι­ζω­μός των Ελ­λή­νων α­πό τις πα­τρο­γο­νι­κές ε­στί­ες της Ιω­νι­κής γης εί­ναι ξε­ρι­ζω­μός και του Πα­νιω­νί­ου. Ο Μη­τρο­πο­λί­της Χρυ­σό­στο­μος μαρ­τυ­ρεί στα χέ­ρια των Τούρ­κων. Ει­κο­σι­τέσ­σε­ρις α­θλη­τές του συλ­λό­γου ή πε­θαί­νουν η­ρω­ϊ­κά στο πε­δί­ο της μά­χης ή βρί­σκουν μαρ­τυ­ρι­κό θά­να­το στα χέ­ρια των σφα­γέ­ων. Ο Πα­νιώ­νιος μπαί­νει στα κα­ρά­βια της φυ­γής, μα­ζί με τον ελ­λη­νι­σμό και μα­ζί κα­τα­φεύ­γουν στα ατ­τι­κά χώ­μα­τα…


“Ο Πα­νιώ­νιος εί­ναι ι­δέ­α…”

Α­πο­μει­νά­ρι κι ο Πα­νιώ­νιος της Μι­κρα­σια­τι­κής κα­τα­στρο­φής προ­σπα­θεί, στην Ατ­τι­κή γη πλέ­ον, να στα­θεί στα πό­δια του. Ο πρό­ε­δρος του συλ­λό­γου Δη­μή­τριος Δάλ­λας α­να­ζη­τεί στους πρό­χει­ρους προ­σφυ­γι­κούς κα­ταυ­λι­σμούς, αλ­λά και στο Πα­να­θη­να­ϊ­κό στά­διο, τους α­θλη­τές του. “Η­σαν ό­λοι παι­διά μου…” θα πει σε ό­σους τον ρω­τούν για­τί τους α­να­ζη­τεί. Ο στρα­τη­γός Πλα­στή­ρας, έν­θερ­μος φί­λα­θλος, προ­τεί­νει στον Δάλ­λα να του πα­ρα­χω­ρή­σει δια­μέ­ρι­σμα ε­πί της Λε­ω­φό­ρου Κη­φι­σί­ας, ό­μως ο Μι­κρα­σιά­της δεν δέ­χε­ται και του ζη­τά να του πα­ρα­χω­ρη­θεί μι­κρό δω­μά­τιο στα α­πο­δυ­τή­ρια του Πα­να­θη­να­ϊ­κού στα­δί­ου, προ­κει­μέ­νου να αρ­χί­σει την α­να­συ­γκρό­τη­ση του Πα­νιω­νί­ου.
Το αί­τη­μά του γί­νε­ται δε­κτό και ο Δάλ­λας θα μεί­νει ε­πί έ­να χρό­νο στο μι­κρό αυ­τό δω­μά­τιο, βρο­ντο­φω­νά­ζο­ντας ό­τι ο Πα­νιώ­νιος δεν πέ­θα­νε για­τί α­πο­τε­λεί ι­δέ­α, α­θλη­τι­κή ι­δέ­α και οι ι­δέ­ες εί­ναι α­θά­να­τες. Ο Δάλ­λας κα­λεί ό­σους σώ­θη­καν α­πό την κα­τα­στρο­φή και τους πα­ρο­τρύ­νει να ερ­γα­σθούν ό­λοι για την α­να­γέν­νη­ση του Πα­νιω­νί­ου. Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα δεν άρ­γη­σαν να φα­νούν.
Τον Σε­πτέμ­βριο του 1923, έ­να έ­τος α­κρι­βώς με­τά την κα­τα­στρο­φή, ο Πα­νιώ­νιος συ­νε­χί­ζο­ντας την πα­ρά­δο­ση των “Πα­νιώ­νιων Α­γώ­νων”, που α­πό το 1896 19 φο­ρές εί­χαν τε­λε­στεί στη Σμύρ­νη, ωρ­γά­νω­σε τους ει­κο­στούς του στην Α­θή­να. Το Πα­να­θη­να­ϊ­κό στά­διο φά­νη­κε μι­κρό για τους χι­λιά­δες φι­λά­θλους. Στις ε­ξέ­δρες ο Βα­σι­λεύς Γε­ώρ­γιος, ο αρ­χη­γός της Ε­πα­να­στά­σε­ως του 1922, στρα­τη­γός Νι­κό­λα­ος Πλα­στή­ρας, υ­πουρ­γοί, πολ­λοί ε­πί­ση­μοι. Πή­ραν μέ­ρος οι κα­λύ­τε­ροι α­θλη­τές του Πα­νιω­νί­ου, του Πα­νελ­λη­νί­ου, του Πει­ρα­ϊ­κού Συν­δέ­σμου, του Ε­θνι­κού Γ.Σ., του Η­ρα­κλή Θεσ­σα­λο­νί­κης, του Γ.Σ. Βό­λου, του Ο­μί­λου Φι­λά­θλων Πει­ραιώς, της Άμιλ­λας Σπάρ­της και της Στρα­τιω­τι­κής Λέ­σχης Χά­ριε­ρη Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως. Το ό­νει­ρο του Δη­μή­τρη Δάλ­λα, η α­να­γέν­νη­ση του Πα­νιω­νί­ου στην Α­θή­να, εί­χε γί­νει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα χρό­νια κύ­λη­σαν σα νε­ρό, ο Πα­νιώ­νιος συ­νέ­χι­σε (και συ­νε­χί­ζει…) να γρά­φει σε­λί­δες α­θλη­τι­κής (και ό­χι μό­νο…) δό­ξας. Το ρο­λό­ι της ζω­ής του Δη­μή­τρη Δάλ­λα, αυ­τού του με­γά­λου Ελ­λη­να, του με­γά­λου Πα­νιώ­νιου, στα­μα­τά στις 23 Δε­κεμ­βρί­ου του 1929. Ο Δη­μη­τρός Δάλ­λας περ­νά­ει στην ι­στο­ρί­α. Θα εί­ναι μια α­πό τις ε­πι­φα­νέ­στε­ρες μορ­φές του ελ­λη­νι­κού α­θλη­τι­σμού. Ε­πί 30 χρό­νια στη Σμύρ­νη και στην Α­θή­να η­γή­θη­κε του Πα­νιω­νί­ου.

Εν κα­τα­κλεί­δι


Ο Πα­νιώ­νιος Γυ­μνα­στι­κός Σύλ­λο­γος Σμύρ­νης, μα­ζί με τον Γυ­μνα­στι­κό Σύλ­λο­γο “Α­πόλ­λων” (και αυ­τός ε­δρεύ­ει πλέ­ον στην Α­θή­να, στη Ρι­ζού­πο­λη), τον “Πέ­λο­πα” Με­λα­ντί­ας, τον “Θη­σέ­α” και τον “Ερ­μή” Βουρ­νό­βα, τον “Αιο­λι­κό” Κυ­δω­νιών, τον Γυ­μνα­στι­κό Σύλ­λο­γο “Σί­πυ­λος” Μα­γνη­σί­ας, τον Γυ­μνα­στι­κό Σύλ­λο­γο “Κό­ροι­βος” Α­δρα­μυτ­τί­ου, τον Γυ­μνα­στι­κό Σύλ­λο­γο “Ιω­νι­κός Α­στήρ” Σω­κί­ων και τον Γυ­μνα­στι­κό Σύλ­λο­γο Φι­λα­δελ­φεί­ας, έ­γρα­ψαν την α­θλη­τι­κή, την πο­λι­τι­στι­κή ι­στο­ρί­α του Ελ­λη­νι­σμού της Σμύρ­νης, της Μι­κράς Α­σί­ας, για πολ­λά χρό­νια.
Η Μι­κρα­σια­τι­κή κα­τα­στρο­φή ξε­ρί­ζω­σε τους αν­θρώ­πους, τα σω­μα­τεί­α, την ι­στο­ρί­α, τον ελ­λη­νι­σμό, α­πό την πα­τρο­γο­νι­κή ιω­νι­κή γη. Ό­μως, ευ­τυ­χώς γιά μας, ευ­τυ­χώς για αυ­τούς που χά­θη­καν, ευ­τυ­χώς για τον ελ­λη­νι­σμό, ο Πα­νιώ­νιος συ­νε­χί­ζει να θυ­μί­ζει, σε πεί­σμα των και­ρών, τη Μι­κρά Α­σί­α, τη Σμύρ­νη. Ε­τσι, για να α­κού­γε­ται στο πέ­ρα­σμα των αιώ­νων ό­τι… “οι ια­χές των Ιώ­νων θα μας α­κο­λου­θούν πά­ντα…”.


Τα στοι­χεί­α για το πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο α­ντλή­θη­καν α­πό το βι­βλί­ο Η Σμύρ­νη του Πα­νιω­νί­ου-Α­πό την μι­κρα­σια­τι­κή πρω­το­πο­ρί­α στην α­θη­να­ϊ­κή α­να­γέν­νη­ση” (εκ­δό­σεις “Οι Φί­λοι των Τε­χνών”) που έ­γρα­ψε ο Πέ­τρος Λι­νάρ­δος, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας στις 320 πυ­κνο­γραμ­μέ­νες σε­λί­δες του βι­βλί­ου ό­λη την ι­στο­ρί­α του Πα­νιω­νί­ου, αλ­λά και του Μι­κρα­σια­τι­κού α­θλη­τι­σμού.

Το κεί­με­νο α­φιε­ρώ­νε­ται στον Μι­χά­λη Πα­σιαρ­δή, ο ο­ποί­ος κρα­τά ζω­ντα­νή στη Λευ­κω­σί­α τη μνή­μη του Πα­νιω­νί­ου και γράφτηκε το 2002 για το περιοδικό "Αρδην"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου