ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΑΪΚΟΣ: Ο πιστός στρατιώτης του Πανιωνίου
Μετράει επτά δεκαετίες συνεχούς και αδιάλειπτης παρουσίας στην οικογένεια του πιο ιστορικού ελληνικού συλλόγου. 70 χρόνια, μια ολόκληρη ζωή άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Πανιώνιο και το γήπεδο της Νέας Σμύρνης, που αποτελεί απ’ τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του μέχρι και σήμερα το δεύτερο σπίτι του.
Ο Βασίλης Στάικος, γεννήθηκε το 1922, και υπήρξε ένα απ’ τα πρώτα μέλη της ποδοσφαιρικής ομάδας του Πανιωνίου που δημιουργήθηκε το 1940, λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του γηπέδου της Νέας Σμύρνης το 1939. Η καριέρα του στην ποδοσφαιρική ομάδα του Πανιωνίου ξεκίνησε το 1940 και ολοκληρώθηκε 15 χρόνια αργότερα το 1955, κατέχοντας ένα ιδιότυπο ρεκόρ. Δεν έλειψε ποτέ από κανένα αγώνα της ομάδας σε όλα αυτά τα χρόνια από τιμωρία ή τραυματισμό. Οι παλιότεροι, τον γνωρίζουν και τον μνημονεύουν με το παρατσούκλι «κυρα- Μαρία» και τον θυμούνται όχι μόνο σαν το αριστερό χαφ της σπουδαίας εκείνης ομάδας αλλά και σαν πολύ καλό αθλητή του στίβου, του μπάσκετ και του βόλεϊ. Άλλωστε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, οι περισσότεροι απ’ τους ποδοσφαιριστές της ομάδας, βοηθούσαν και τα υπόλοιπα τμήματα του συλλόγου έχοντας μάλιστα πολύ καλές επιδόσεις ιδίως στα αγωνίσματα του στίβου.
Απ’ την «Πράσινη Θύελλα»
Όπως προαναφέρθηκε, εντάχθηκε στην οικογένεια του Πανιωνίου το 1940, προερχόμενος από μια γειτονική ομάδα της Νέας Σμύρνης την Πράσινη Θύελλα, μαζί με τους Ανδρέα Λέκκα, Νίκο Ζαρκάδη και Ιάκωβο Ζαρκάδη. Ηταν οι πρώτοι της μετέπειτα μεγάλης ομάδας, που συμπληρώθηκε σχεδόν αμέσως με τους Γιάνη Σκορδίλη, Φώτη Τσολιά, Νίκο Πεντζαρόπουλο, Γιάννη Κερδεμελίδη και τόσους άλλους, με πρώτο προπονητή αλλά και τερματοφύλακα τον Γιώργο Ρουσσόπουλο.
Όλη αυτή η γενιά υπηρέτησε με ανιδιοτέλεια τον Πανιώνιο, σε πραγματικά δύσκολούς και χαλεπούς καιρούς. Οταν το ποδόσφαιρο και γενικότερα ο αθλητισμός δεν ήταν επάγγελμα αλλά διασκέδαση, το πριμ νίκης αντιστοιχούσε σε μια πορτοκαλάδα, ένα γλυκό, ή ένα γάλα και ο μισθός ήταν το χειροκρότημα του κόσμου σε κάθε γήπεδο.
«Το μεγαλύτερο κέρδος για την δική μου γενιά ήταν οι δυνατές φιλίες που δημιουργήσαμε με συμπαίκτες και αντιπάλους που κρατάνε ακόμη μέχρι σήμερα. Με τους περισσότερους απ’ τους συμπαίκτες μου είμαστε σαν αδέλφια. Άλωστε δεν παίζαμε μόνο ποδόσφαιρο αλλά κάναμε στίβο, παίζαμε μπάσκετ και βόλει για να βοηθήσουμε τον σύλλογο. Η αγάπη μας για την φανέλα και την ιδέα του Πανιωνίου, παραμένει σε όλους μας ακόμη και σήμερα ζωντανή», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Στάϊκος.
Η «κυρά-Μαρία»
Το παρατσούκλι «κυρα- Μαρία», που τον ακολούθησε σε όλα τα χρόνια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ το όνομα της μητέρας του. Ο ίδιος διηγείται πως το απέκτησε. «Σε κάποιους αγώνες στίβου, ο προπονητής μας έψαχνε παιδιά για να λάβουν μέρος στα αθλήματα. Κάθε φορά που ανέφερε ένα άθλημα εγώ φώναζα, πάρε εμένα τον Βασιλάκη της κυρά- Μαρίας. Έτσι μου έμεινε το παρατσούκλι και οι περισσότεροι φίλαθλοι της εποχής, έτσι με φώναζαν αφού ελάχιστοι με γνώριζαν σαν Στάικο. Υπάρχει κι ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από αγώνα μας με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο αντίπαλος μου ο Βενετικίδης, που ήταν ταχύτατος μου ξέφυγε δύο φορές. Την τρίτη φορά λοιπόν, του έκανα ένα δυνατό τζαρτζάρισμα κι έπεσε με δύναμη στα ξύλινα κάγκελα. Ορισμένοι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, άρχισαν να βρίζουν αλλά οι περισσότεροι άρχισαν να τραγουδάνε «δεν περνάς κυρά- Μαρία» και διάφορα άλλα κάθε φορά που είχα την μπάλα. Είχε γραφτεί κι ένα ωραίο ανέκδοτο εκείνη την εποχή στην Αθλητική Ηχώ απ’ τον δημοσιογράφο Παύλο Κριναίο, σχετικά με το παρατσούκλι μου».
Όπως προαναφέρθηκε, ο Βασίλης Στάικος υπήρξε παράλληλα και αθλητής στίβου του Πανιωνίου, τρέχοντας 400μ., 800μ. και 4Χ400 μ. Μάλιστα η ομάδα 4Χ400 με τους Στάικο, Σκορδίλη, Πετροπουλάκη και Στρατάκη είχε πετύχει πανελλήνιο ρεκόρ.
Ο διπλός τελικός του ‘52
Απ’ την δεκαπενταετή ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία με την φανέλα του Πανιωνίου, ο Βασίλης Στάικος, έχει πολλά να θυμάται. Αναμφίβολα όμως οι κορυφαίες στιγμές, έχουν να κάνουν με τον διπλό τελικό στο κύπελλο Ελλάδος την περίοδο 1951-52 κόντρα στον Ολυμπιακό, το πρωτάθλημα Αθηνών που κατέκτησε την ίδια χρονιά η ομάδα αλλά και το κύπελλο ήθους που έπαιρνε για πέντε συναπτά έτη ο Πανιώνιος, αφού κανείς παίκτης του σε όλο αυτό το διάστημα δεν είχε αντικρύσει κίτρινη κάρτα.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο τον τελικό κυπέλλου κόντρα στον Ολυμπιακό, την περίοδο 1951-52. Κερδίζαμε 2-1 με δύο γκολ του Φώτη Τσολιά, ένα λεπτό πριν την λήξη του αγώνα και περιμέναμε να σηκώσουμε το κύπελλο. Περίπου μισό λεπτό πριν την λήξη, από δύο δικά μας λάθη κι ενώ είχαμε την μπάλα, μας ισοφάρισε ο Δρόσος. Στον επαναληπτικό αγώνα χάσαμε με 2-0, όμως όλη η ομάδα είχε πάθει απ’ το προηγούμενο βράδυ τροφική δηλητηρίαση και δεν μπορέσαμε να αγωνισθούμε σύμφωνα με τις δυνατότητες μας. Ακόμη και σήμερα όλοι πιστεύουμε, οτι δεν ήταν τυχαίο αυτό που συνέβη αφού αυτό που φάγαμε στο ξενοδοχείο μας πείραξε όλους. Για την συμμετοχή μας σ’ αυτούς τους τελικούς πήραμε και τα πρώτα μας λεφτά, 500 δραχμές ο κάθε παίκτης. Επίσης εκείνη την χρονιά κατακτήσαμε το πρωτάθλημα Αθηνών πέντε αγωνιστικές πριν την λήξη του, αφήνοντας πίσω μας σπουδαίες ομάδες όπως ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ κι ο Απόλλωνας».
Το ταξίδι στη Σμύρνη
Ο Βασίλης Στάικος θυμάται με συγκίνηση και το ταξίδι της ομάδας στην Σμύρνη, το 1947, όπου έδωσαν τρεις φιλικούς αγώνες, στο γήπεδο που αγωνιζόταν ο Πανιώνιος, πριν την καταστροφή και τον διωγμό, με αντιπάλους, την Γκιόζτεπε, την Αλτάι και την Καρσίγιακα. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο πρόεδρος Δημήτρης Καραμπάτης, που επέστρεφε στο γήπεδο όπου είχε αγωνιστεί ως αθλητής στίβου του Πανιωνίου.
Η κουβέντα του Καραμπάτη
Ο Βασίλης Στάικος, παραμένει ακμαιότατος παρά τα 86 του χρόνια, εξακολουθεί να είναι δραστήριος και αεικίνητος όπως την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο. Είναι ενεργό μέλος του συνδέσμου παλαιμάχων ποδοσφαιριστών του Πανιωνίου, δεν χάνει εντός έδρας αγώνα της ομάδας κι εξακολουθεί να συνδράμει εργαζόμενος και την οικογένεια του στο πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ που διατηρούν στην Νέα Σμύρνη.Με τους παλιούς συμπαίκτες του, βρίσκονται συχνότατα, αναπολούν τα παλιά και θυμούνται με νοσταλγία μια κουβέντα του παλιού προέδρου της ομάδας, Δημήτρη Καραμπάτη, που είχαν σαν δεύτερο πατέρα τους.
“Κάποτε ο συγχωρεμένος ο Καραμπάτης, μας είχε ρωτήσει που έχουμε να πάμε μετά τον αγώνα. Όλοι του είπαμε πως κάπου είχαμε να πάμε. Το ίδιο και οι αντίπαλοι σας –μας απάντησε- κάποιος τους περιμένει μετά. Γι’ αυτό να παίζετε δυνατά, αλλά ποτέ επικίνδυνα”.
Καλό ταξίδι...κε Βασίλη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒαγγέλης